ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΙΤΤΑΣ

Η πρόθεση του Αντώνη Πίττα με το νέο του έργο, Throw Hands, που
δημιούργησε για την Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, είναι να δημιουργήσει
έναν «επιτελεστικό» χώρο που αφενός αφυπνίζει το παρελθόν, αφετέ-
ρου αντιμετωπίζει το παρόν. Στον εκθεσιακό χώρο φιλοξενούνται τέσ-
σερα χέρια μεγάλων διαστάσεων, φτιαγμένα από απομίμηση δέρματος,
σε τέσσερα διαφορετικά χρώματα: κόκκινο, μπλε, κίτρινο και λευκό. Τα αντικείμενα έχουν χρηστικό χαρακτήρα –οι επισκέπτες μπορούν να καθίσουν ή να ξαπλώσουν σε αυτά– και αποτελούν διασταύ-
ρωση επίπλου και γλυπτού. Τα χέρια αποτελούν το σκηνικό για την παρουσίαση των υπόλοιπων έργων του: μια σειρά παλιομοδίτικες πινακίδες με κλιπ, οι οποίες έχουν αναπαραχθεί σε πολύ ακριβά υλικά
όπως το μάρμαρο, ο μπρούντζος και άλλα μέταλλα.
Πρόκειται για υλικά που χρησιμοποιούνται συνήθως σε κρατικά κτίρια ή σε δημόσια γλυπτά με γραφειοκρατικές ή «επίσημες» συνδηλώσεις. Σε αυτές επικολλώνται κολάζ με εικόνες που παρουσιάζουν χέρια πολιτικών και άλλων πολιτικών δρώντων από ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης – χειρονομίες που υποτίθεται ότι υπογραμμίζουν τη σπουδαιότητα των όσων λέγονται, εκφράζοντας
τον θυμό, την ισχύ ή ακόμα και τον φόβο. Παρότι το έργο παραπέμπει σε παλαιότερες περιόδους της ιστορίας της τέχνης, όπως η προπολεμική και η μεταπολεμική αβάν-γκαρντ, το παρόν που αναπαριστά συνδέεται με τη βία και την εκλογίκευσή της.
Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί συχνά φωτομοντάζ έργων της γερμανικής και ρωσικής πρωτοπορίας που παρέπεμπαν στην έλευση μιας νέας εποχής: μια εποχής, όπου ο καλλιτέχνης-μηχανικός θα έπαιζε
καθοριστικό ρόλο στην οικοδόμηση της κοινωνίας και στην υλοποίηση ουτοπικών ιδεών. Προφανώς η ελπίδα αυτή είχε διαψευστεί ήδη κατά την εποχή της εμφάνισής της και μάλιστα με εξαιρετικά βίαιο τρόπο, όμως η δύναμη του χεριού και της χειρονομίας διατηρεί το ενδιαφέρον της ως ένδειξη είτε πολιτικής επιρροής ή ήττας είτε ιδεολογικής
καπηλείας. Ο Πίττας αντιμετωπίζει τον εκθεσιακό χώρο –ένα πρώην συνεδριακό κέντρο– σαν ένα ιδιαίτερα «τοξικό», μολυσμένο πολιτικό περιβάλλον που ανακαλεί στη μνήμη τη λαϊκή διαμαρτυρία και
εξέγερση, καθώς και τη (βίαιη) αντίδραση των δυνάμεων καταστολής απέναντι σε καταστάσεις φαινομενικού χάους. Τα χρώματα των χεριών παραπέμπουν έμμεσα στα χρώματα της προειδοποιητικής
σήμανσης της τοξικότητας των δακρυγόνων που εξαπολύουν κατά των διαδηλωτών οι στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις. Για τον Πίττα, το συγκεκριμένο ιδεόγραμμα φέρει εντυπωσιακές ομοιότητες με ορισμένα ρεύματα της σύγχρονης τέχνης, και θα μπορούσε κάλλιστα να εκληφθεί σαν ένα είδος détournement από την αισθητική του Μπα-
ουχάους ή του νεοπλαστικισμού σε κάτι εντελώς διαφορετικό, περισσότερο φορτισμένο πολιτικά και συγκρουσιακό. Ξεκάθαρες φυσικά είναι και οι αναφορές στη σειρά ζωγραφικών έργων Ποιος Φοβάται το Κόκκινο, το Κίτρινο και το Μπλε (1966-1970) του
Barnett Newman, αλλά και στο φωτομοντάζ του Gustav Klutsis που εμφανίζει τον Λένιν να περιβάλλεται από τέσσερα χέρια, τα οποία εκπροσωπούν τους πυλώνες της σοβιετικής κοινωνίας. Παρότι ο
Πίττας δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως τον «καλλιτέχνη-μηχανικό» που είχε οραματιστεί η πρωτοπορία των αρχών του εικοστού αιώνα, αν μη τι άλλο προσπαθεί να δημιουργήσει συνθήκες που ερεθίζουν την κριτική σκέψη, αποφεύγοντας όμως κάθε απροκάλυπτο προπαγανδιστικό μήνυμα. Θεωρεί τον εαυτό του έναν παρατηρητή που έρχεται αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα την οποία συνθέτουν η εμφάνιση νέων συλλογικών κινημάτων, οι
εντάσεις στο εσωτερικό αλλά και μεταξύ κοινωνιών, οι περίπλοκες παραπομπές και οι ανεπίλυτες αντιφάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, τον ενδιαφέρει ιδιαίτερη η καταγραφή της δημόσιας ή συλλογικής
μνήμης εν τη γενέσει της αλλά και η δυνατότητα μνημειοποίησης αυτής της καταγραφής. Έτσι, το έργο του αναδεικνύεται τρόπον τινά σε μνημείο του διαδηλωτή.